Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βάζω το μαχαίρι στο

  • 1 λαιμός

    ο
    1) шея; 2) горло, глотка;

    μου πονεί ο λαιμός (μου) — у меня болит горло;

    με γαργαλάει ο λαιμός — или κάτι μού γαργαλάει το λαιμό — у меня першит в горле;

    3) ворот, воротник; горловина (платья);
    4) горлышко (бутылки и т.п.); 5) перешеек, узкая полоса земли (между озёр);

    § βγάζω το λαιμό μου να σε φωνάζω — а) надсаживаться, звать, кричать до хрипоты; — б) охрипнуть от крика;

    δεν πάει να κόψει το λαιμό του — он и пальцем не пошевельнёт; — ему ни до чего нет дела; — а ему хоть трава не расти;

    πιάνω απ' το λαιμό — а) схватить за горло; — б) перен. взять за горло;

    βάζω το μαχαίρι στο λαιμό — пристать с ножом к горлу;

    παίρνω κάποιον στο λαιμό μου — подводить кого-л.;

    τον πήρα στο λαιμό μου — я его подвёл; — он пострадал из-за меня;

    μου κάθεται στο λαιμό — он у меня стоит поперёк горла;

    ως το λαιμό — до отказа, по горло

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λαιμός

  • 2 горло

    горл||о
    с ὁ λαιμός, τό λαρύγγι:
    дыхательное \горло ἡ τραχεία (αρτηρία)· першит в \горлое κάτι μοῦ γαργαλάει τό λαιμό· в \горлое пересохло στέγνωσε (или ξεράθηκε) τό λαρύγγι μου· ◊ (кричать) во все \горло разг βγάζω τό λαιμό μου, ξελαρυγγίζομαι, βγάζω τά πνευμόνια μου· я занят по \горло εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά· промочить \горло разг βρέχω τό λαρύγγι· стать поперек \горлоа кому́-л. κάθομαι στό λαιμό κάποιου· быть сытым по \горло разг ἔχω βαρεθεί κάτι, χορταίνω μέ τό παραπάνω· взять за \горло πιάνω ἀπ' τό λαιμό· пристать с но́-жо́м к \горлоу βάζω τό μαχαίρι στό λαιμό.

    Русско-новогреческий словарь > горло

  • 3 горло

    ουδ.
    1. λαιμός, το μπροστινό μέρος αυτού•

    схватить за горло αρπάζω (πιάνω) από το λαιμό.

    || λάρυγγας•

    у меня болит горло μου πονά ο λαιμός•

    у меня першит в -е με τρώει ο λαιμός•

    у меня пересохло в -е μου στέγνωσε ο λάρυγγας.

    2. στενό μέρος αντικειμένου•

    -бутылки ο λαιμός του μποκαλιού•

    горло залива ο λαιμός του κόλπου.

    εκφρ.
    по горло – ως το λαιμό (για βάθος)•
    кричать во все горло – ξελαρυγγίζομαι από τις φωνές•
    слова застряли в горло – κομπιάζω κατά την ομιλία•
    быть занятым по горло – είτ μαι πνιγμένος από δουλειά•
    сыт по горло – (κυρλξ. κ. μτφ.) είμαι χορτάτος ως το λαιμό•
    пристать с ножом к -у – βάζω το μαχαίρι στο λαιμό (απαιτώ επίμονα)•
    брать (взять), схватить за— – πιάνω από το λαιμό (εξαναγκάζω)•
    промочить горло – βρέχω λιγάκι το λάρυγγα (πίνω λιγάκι)•
    слезы ή рыдания поступили к -у – είναι ετοιμος να κλάψει, τον πήρε το παράπονο•
    поперек стать ή вставатьκ.τ.τ. μου κάθεταΐι τσάχαλο στο μάτι (ενοχλεί, εμποδίζει).

    Большой русско-греческий словарь > горло

  • 4 нож

    нож
    м τό μαχαίρι, ἡ μάχαιρα:
    перочинный \нож ὁ σουγιάς, τό κονδυλομάχαι-ρο· разрезальный \нож (для бумаги) τό χαρτομάχαιρο, ὁ φυλλοκόπος, ὁ χαρτο-κοπτήρ[ας]· кухонный \нож τό σατίρι, ὁ κρεοκόπτης, τό μαχαίρι τῆς κουζίνας· садовый (кривой) \нож τό κλαδευτήρι· сапожный \нож ἡ φαλτσέτα· удар \ножом ἡ μαχαιριά· ◊ приставать с \ножом к горлу разг ἐκβιάζω κάποιον, βάζω κάποιου τό μαχαίρι στό λαιμό· быть на \ножах с кем-л. разг εἶμαι στά μαχαίρια· \ножв спи́ну ἡ μαχαιριά πισώπλατα.

    Русско-новогреческий словарь > нож

  • 5 заткнуть

    -ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заткнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    βουλώνω, ταπώνω, επιπωματίζω, κλείνω•

    заткнуть уши витой βουλώνω τ’ αυτιά με βαμπάκι•

    заткнуть бутылку βουλώνω το μποκάλι.

    || χώνω, βάζω•

    заткнуть нож, пистолет за пояс βάζω το μαχαίρι, το πιστόλι στο ζωνάρι.

    εκφρ.
    заткнуть за пояс – βάζω κάτω (ξεπερνώ)•
    заткнуть рот (ή горло, глотку) кому – βουλώνω το στόμα κάποιου (αποστομώνω).
    1. βουλώνομαι, κλείνομαι.
    2. (απλ.) σωπαίνω•

    заткнись βούλωσ’ το (μη μιλάς).

    Большой русско-греческий словарь > заткнуть

  • 6 конец

    кон||ец
    м
    1. (окончание чего-л.) τό τέλος, τό πέρας / τό τέρμα (дороги):
    \конец года τό τέλος τοῦ ἐτους· приходить к \конеццу́ φθάνω στό τέλος, φθάνω στό τέρμα· доводить до \конецца φέρνω σέ πέρας·
    2. (край) ἡ ἄκρη, τό ἄκρο[ν]· Ζ. мор. (канат) τό σχοινί, τό παλαμάρι·
    4. (расстояние, путь) ἡ ἀπόσταση [-ις], ἡ διαδρομή, τό διάστημα:
    в оба \конецод ὁ πηγαινοερμός ἐδῶ καί πίσω· ◊ положить \конец чему-л. βάζω τέλος, βάζω τέρμα σέ κάτι· и дело с \конеццо́м разг καί ξεμπερδεύουμε· \конецца нет чему́-л. δέν λεει νά τελειώσει· без \конецца ἀτέλειωτα· \конецца-кра́ю нет δέν ἔχει τελειωμό· на худой \конец разг στή χειρότερη περίπτωση· сводить \конеццы с \конеццами разг μόλις τά βγάζω πέρα, τά φέρνω βόλτα· в \конецце \конеццо́в στό τέλος τέλος, ото κάτω κάτω (τής γραφής)· и \конеццы в воду разг ὁβτε είδα, ὁὔτε ξέρω· палка о двух \конеццах δίκοπο μαχαίρι.

    Русско-новогреческий словарь > конец

  • 7 загнать

    -гоню, -гонишь, παρλθ. χρ. загнал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загнанный, βρ: -нан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βάζω μέσα, μπάζω•

    загнать скот в двор μπάζω τα ζώα στην αυλή•загнать (футбольный) мяч в ворота противника βάζω γκολ στο τέρμα του αντίπαλου.

    2. διώχνω, κυνηγώ•

    собака -ла кошку на крышу το σκυλί κυνήγησε τη. γάτα στη στέγη.

    3. καταπονώ, κατακουράζω με το πολύ τρέξιμο•

    загнать лошадь κάνω το άλογο να λαχανιάσει.

    4. μπήγω• χώνω•

    он -ал нож в спину αυτός έμπηξε το μαχαίρι στη ράχη•

    загнать сваи μπήγω πασσάλους.

    5. (απλ.) πουλώ•

    он -ал пальто на базаре αυτός πούλησε το πανωφόρι στο παζάρι•

    загнать копейку (ή деньги) βγάζω, κερδίζω τη δεκάρα, τα χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > загнать

  • 8 конец

    -нца α.
    1. τέλος, τέρμα, πέρας•

    месяца, года τέλος του μήνα, του χρόνου•

    -песни τέλος του τραγουδιού•

    без -нца χωρίς τέλος, ατέρμονάς•

    при - жизни προς το τέλος της ζωής•

    доводить до -а φέρω σε πέρας•

    от начала до -а από την αρχή ως το τέλος•

    -нашему разговору τέρμα στην κουβέντα μας.

    2. άκρη, άκρον, εσχατιά αμήν•

    пилка заострнная с обоих -ов πάσσαλος αιχμηρός από τις δυο άκρες.

    3. θάνατος•

    тут ему и конец пришёл εδώ του ήρθε και το τέλος.

    4. δρόμος, αλλέ-ρετούρ.
    5. (ναυτ.) καραβόσχοινο, παλαμάρι.
    6. κομμάτι υφάσματος ή τριχιάς.
    εκφρ.
    до -а – ως το τέλος•
    под -ом – προς το τέλος•
    из -а в конец – από μια άκρη στην άλλη•
    во все -ы – παντού, σ όλα τα πέρατα•
    в оба - – έ. προς τα εκεί και προς τα εδώ, αλλέ-ρετούρ•
    на худой конец – στην πιο χειρότερη περίπτωση•
    со всех -ов – από παντού, απ όλα τα πέρατα•
    в -е -ов – στο τέλος της γραφής, στο κάτω-κάτω, επιτέλους•
    нет -а – δεν υπάρχει τέλος•
    -а-краю (края) нет чему ή ни -а, ни краю (края) нет – ατέλειωτος (για τόπο, χρόνο)•
    - ы в воду – εξαφανίστηκαν τα ίχνη•
    - ов не найти – δε βρίσκεις τέλος•
    пилка о двух -ах – δίκοπο μαχαίρι, είναι αμφίβολο το τέλος (καλό ή άσχημο)•
    положить конец – βάζω τέρμα (σταματώ)•
    сводить (свести) -ы с -ими – συνταιριάζω, κάνω να συμφω-νίσουν•
    едва (ή еле, кое-как) сводить -ы с -ими – μόλις κατορθώνω και τα βγάζω πέρα ή τα βολεύω•
    хоронить (прятать) -ы – (απλ.) εξαφανίζω τα ίχνη (μαρτυρίες) εγκλήματος•
    и дело с -ом – και τελειώνομε, ξεμπερδεύομε.

    Большой русско-греческий словарь > конец

См. также в других словарях:

  • μαχαίρι — το ιού 1. εργαλείο που αποτελείται από μια λαβή και μια μεταλλική λεπίδα και χρησιμεύει για κόψιμο. 2. χειρουργικό εργαλείο, το νυστέρι: Θέλει μαχαίρι το στομάχι (χρειάζεται εγχείρηση). 3. φρ., «Είναι στα μαχαίρια», υπάρχει μεγάλη έχθρα μεταξύ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …   Dictionary of Greek

  • σπαθί — Με τη λέξη αυτή χαρακτηρίζουμε δύο όπλα, το «ξίφος» και τη «σπάθη», που ουσιαστικά συγχέονται μεταξύ τους γι’ αυτό και δεν υπάρχει μεταξύ τους σαφής διάκριση. Γενικά «ξίφη» λέγονται εκείνα που είναι τροχισμένα και από τις δύο κόψεις και… …   Dictionary of Greek

  • σφήνα — Απλό εργαλείο που αποτελείται από ένα στερεό ανθεκτικό σώμα πρισματικής μορφής με διατομή ισοσκελούς τρίγωνου. Με το εργαλείο αυτό εξασκούνται στις δύο ίσες πλευρές του τρίγωνου (πλευρά της σ.) δυνάμεις ανώτερες εκείνων που εξασκούνται στη βάση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»